- φώνημα
- -ήματος, το, ΝΑφθόγγοςνεοελλ.1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε φωνητικώς όμοιο περιβάλλον επηρεάζει τη σημασία τού εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «πόνος», / f-onos / «φόνος», / t-onos / «τόνος»2. (ψυχιατρ.) ακουστική ψευδαίσθηση κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίεςαρχ.1. ήχος φωνής, φωνή («τίνος φώνημα, μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», Σοφ.)2. (ειδικότερα) φωνή προσώπου που τραγουδά3. λόγος («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνῶ. Η λ. ως όρος τής γλωσσολογίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phoneme].
Dictionary of Greek. 2013.